ὀσφραντικόν

ὀσφραντικόν
ὀσφραντικός
capable of smelling
masc acc sg
ὀσφραντικός
capable of smelling
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οσφραντικός — ή, ό (ΑΜ ὀσφραντικός, ή, όν) [οσφραντός] (ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”